Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι κάθετ’ ένας γέρος·
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.
Achterin het rumoerige café
zit een oude man gebogen over de tafel
met een krant voor zich, zonder gezelschap.
Και μες των άθλιων γηρατειών την καταφρόνια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κ’ εμορφιά.
En in de schande van zijn ellendige ouderdom
bedenkt hij hoe weinig hij genoot in de jaren
toen hij krachtig en schrander en mooi was.
Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει.
Κ’ εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθες. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.
Hij weet dat hij heel oud is; hij voelt het, hij ziet het.
En toch, de tijd dat hij nog jong was, het lijkt
als gisteren. Hoe kort geleden, hoe kort geleden.
Και συλλογιέται η Φρόνησις πως τον εγέλα·
και πως την εμπιστεύονταν πάντα — τι τρέλλα! —
την ψεύτρα που έλεγε· «Aύριο. Έχεις πολύν καιρό.»
Hij overweegt hoe Voorzichtigheid hem bedroog,
hoe hij altijd vertrouwde - wat een waanzin! -
op die leugenares die zei: "Morgen, je hebt alle tijd."
Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
κάθ’ ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.
Hij herinnert zich bedwongen passies, hoeveel
vreugde hij opofferde. Zijn hersenloze wijsheid
wordt nu door elke verloren kans bespot.
…. Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.